- τοιγάρ
- τοιγάρthereforeindeclform (particle)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιγάρ — Α (συμπερ. μόριο) λοιπόν, επομένως, γι αυτό («κέλεαί με... μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος.... τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριο τοί (Ι) + γάρ] … Dictionary of Greek
τοιγαροῦν — τοιγάρ therefore indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιγαρῶν — τοιγάρ therefore indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιγάρτοι — τοιγάρ therefore indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιγάρτοι — Α (συμπερ. μόριο) επιτεταμένος τ. τού τοιγάρ και τού τοιγαροῡν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιγάρ* + μόριο τοι (ΙΙ) (πρβλ. καί τοι)] … Dictionary of Greek
τοιγαρούν — και ιων. τ. τοιγαρῶν Α (συμπερ. μόριο) επιτεταμένος τ. τού τοιγάρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιγάρ* + μόριο οὖν / ὦν] … Dictionary of Greek
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… … Dictionary of Greek
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
τοίνυν — Α (συμπερ. μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την ισχυρή πεποίθηση αυτού που μιλάει για τα λεγόμενά του: λοιπόν, επομένως, γι αυτό («χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων αναπιτνάμεν», Πίνδ.) 2. για να εισαγάγει λογικό συμπέρασμα («οὐ… … Dictionary of Greek